- πυριατήριο
- το / πυριατήριον, ΝΑ, και ιων. τ. πυριητήριον Ανεοελλ.χημ. συσκευή που χρησιμοποιείται στα χημικά, βιοχημικά κ.ά. εργαστήρια για την ξήρανση διαφόρων ουσιών και οργάνων, το οποίο αποτελείται από ένα μεταλλικό κιβώτιο με διπλά τοιχώματα και θερμαίνεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματοςαρχ.1. συσκευή με την οποία θερμαινόταν το νερό για το λουτρό2. ο χώρος στον οποίο γίνονταν τα θερμά λουτρά3. φρ. «πυριατήρια φακωτά» — φιάλες θερμού νερού σε σχήμα φακού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυριῶ «θερμαίνω, βάζω σε ατμόλουτρο» + κατάλ. -τήριον (πρβλ. γυμνασ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.